δίγονος

From LSJ
Revision as of 10:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίγονος Medium diacritics: δίγονος Low diacritics: δίγονος Capitals: ΔΙΓΟΝΟΣ
Transliteration A: dígonos Transliteration B: digonos Transliteration C: digonos Beta Code: di/gonos

English (LSJ)

ον, A twice-born, Βάκχος E.Hipp.560 (lyr.), cf.AP9.524.5. 2 twin: double, μάσθλης δ. S.Fr.129 (nisi leg. δίτονον) ; δ. σώματα two bodies, E.El.1178 (lyr.); but, II parox., διγόνος, ον, bearing twice, Emp.69; bearing twins, Man.5.291. III δίγονος· περιστερά, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
• Morfología: [gen. -οιο E.Hipp.560]
I 1nacido dos veces, Βάκχος E.l.c., cf. AP 9.524.
2 que puede alumbrar en dos momentos distintos, e.e., en el séptimo o en el noveno mes del embarazo γυναῖκες Emp.B 69.
3 que tiene hijos de dos mujeres de un bígamo, Man.5.291.
II doble μάσθλης S.Fr.129, δίγονα σώματ' dos cuerpos E.El.1179.
III δ.· περιστερά Hsch.

German (Pape)

[Seite 615] zweimal geboren; Bacchus Anth. IX, 524; übh. = doppelt, beide, δίγονα σώματα Eur. El. 1179; – διγόνος, zweimal, doppelt erzeugend, gebärend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

δίγονος: -ον, ὁ δὶς γεννηθείς, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, Ἀνθ. Π. 9. 524. 2). δίδυμος, διπλοῦς, μάσθλης δ. Σοφ. Ἀποσπ. 137· δ. σώματα, δύο σώματα, Εὐρ. Ἠλ. 1178· ἀλλά, ΙΙ. ἐνεργ. = δίτοκος, ὁ γεννῶν δὶς ἢ δύο ὁμοῦ, δίδυμα. Ἡσύχ. Καὶ τὸ παθητ. καὶ τὸ ἐνεργ. τονίζονται ἐπὶ τῆς προπαραληγούσης.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ou engendré deux fois (ép. de Bacchus) ; p. suite double.
Étymologie: δίς, γίγνομαι.

Greek Monolingual

δίγονος,
ον (Α)
1. (για τον Διόνυσο) αυτός που γεννήθηκε δύο φορές
2. διπλός, δίδυμος
3. δίτοκος
4. (για ιμάντα, λουρί) ο διπλάσιος σε μήκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι + -γονος < γίγνομαι.

Greek Monotonic

δίγονος: -ον (γί-γνομαι),
1. αυτός που έχει γεννηθεί δύο φορές, λέγεται για τον Βάκχο, σε Ανθ.
2. δίδυμος, διπλός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δίγονος:
1) дважды рожденный (эпитет Вакха) Anth.;
2) двойной (μάσθλης Soph.): δίγονα σώματα Eur. два (мертвых) тела.

Middle Liddell

δί-γονος, ον adj γίγνομαι
1. twice-born, of Bacchus, Anth.
2. twin: double, Eur.