συνεκκόπτω
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
English (LSJ)
A help to cut away, X.An.4.8.8. 2 excise also, Antyll. ap. Aët.7.74; τὴν πίστιν Plu.2.1101c. 3 cut off also, κλῆμα τὸ τοὺς βότρυας ἔχον συνεκκοπέντας Gloss.
German (Pape)
[Seite 1012] mit od. zugleich aushauen, abhauen, τὰ δένδρα Xen. An. 4, 8, 8.
French (Bailly abrégé)
retrancher ou supprimer en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκκόπτω.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκκόπτω: ἐκκόπτω ὁμοῦ, Ξεν. Ἀν. 4. 8, 8· σ. τὴν πίστιν Πλούτ. 2. 1101C.
Greek Monolingual
ΜΑ
εκμηδενίζω, εξαλείφω
αρχ.
1. αποκόπτω κάτι μαζί με κάποιον ή συγχρόνως («ταῖς ῥίζαις... συνεκκόπτειν καὶ τὰ βλαστήματα», Γρηγ. Ναζ.)
2. αποκόπτω επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκκόπτω «αποκόπτω, αφαιρώ, εξαλείφω»].
Greek Monotonic
συνεκκόπτω: μέλ. -ψω, αποκόπτω, κόβω από κοινού, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συνεκκόπτω:
1) помогать вырубать (τὰ δένδρα Xen.);
2) одновременно искоренять (τὴν πίστιν Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εκκόπτω helpen te vellen, helpen om om te hakken.