συναύξησις
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
εως, ἡ, growing together, common growth, τῶν ὀστέων Hp.Art.53; τοῦ ὀστράκου Arist.HA622b15; simply, enlargement, growth, of the breasts, Sor.1.76; τοῦ ἐμβρύου ib.10; increase, ἀποκρίσεως, opp. μείωσις, ib.20; aggravation, νόσων Herod. Med. ap. Orib.5.30.6: abs., Plb.1.6.3.
German (Pape)
[Seite 1005] ἡ, das Mitwachsen, die Vergrößerung, Pol. 1, 6, 3.
Greek (Liddell-Scott)
συναύξησις: -εως, ἡ, τὸ ὁμοῦ αὐξάνεσθαι, κοινὴ αὔξησις, τῶν ὀστέων Ἱππ. π. Ἄρθρ. 821· τοῦ ὀστράκου Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9, 37, 31· ἀπολ., Πολύβ. 1. 6, 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
accroissement simultané.
Étymologie: συναύξησις.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α συναύξω / -ομαι]]
1. το να αυξάνεται κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο («συναύξησις τῶν ὀστέων», Ιπποκρ.)
2. αύξηση
3. (σχετικά με αρρώστιες) επιδείνωση.
Greek Monotonic
συναύξησις: -εως, ἡ, ανάπτυξη, αύξηση από κοινού, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
συναύξησις: εως ἡ
1) увеличение, расширение, приумножение, Polyb.;
2) одновременный рост (τοῦ ὀστράκου Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συναύξησις -εως, ἡ [συναύξω] (gelijktijdige) groei.
Middle Liddell
συναύξησις, εως, [from συναυξάνω
common growth, Polyb.