μελίρρυτος
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ον, = μελίρροος (flowing with honey), κρῆναι Pl. Ion 534b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui laisse couler le miel.
Étymologie: μέλι, ῥέω.
Greek (Liddell-Scott)
μελίρρῠτος: -ον, = τῷ προηγ., κρῆναι Πλάτ. Ἴων 534Α, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. 6. 32.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μελίρρυτος, -ον)
1. αυτός που το στόμα του στάζει μέλι, μελιστάλαχτος, μελισταγής («τοὺς μελιρρύτους ποταμούς τῆς σοφίας» — τους τρεις Ιεράρχες)
2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («φωνή μελίρρυτη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥυτός (< ῥέω), πρβλ. αιμόρρυτος, αλίρρυτος].
Greek Monotonic
μελίρρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός που ρέει μέλι, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μελίρρῠτος: струящий мед, текущий медом (κρῆναι Plat.).