ἐναποκλάω
From LSJ
τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains
English (LSJ)
break off short in, τὰ δοράτια ἐναπεκέκλαστο Th.4.34.
German (Pape)
[Seite 828] (s. κλάω), darin abbrechen, ἐναποκέκλαστο Thuc. 4, 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναποκλάω: θραύω ἐντός, δοράτιά τε ἐναποκέκλαστο, ἦσαν ἐντεθραυσμένα, Θουκ. 4. 34.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
briser dans ou en dedans.
Étymologie: ἐν, ἀποκλάω.
Greek Monotonic
ἐναποκλάω: μέλ. -σω, σπάζω την ασπίδα από τη μέσα πλευρά, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐναποκλάω: ломать, переламывать (δοράτια ἐναποκέκλαστο, sc. ἐν τοῖς πίλοις Thuc.).