ἐπίκυρτος
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
ον, arched, S.Ichn.294; round-shouldered, Πλάτωνος τὸ ἐ. Plu.2.53c.
German (Pape)
[Seite 955] etwas gekrümmt, buckelig, Sp., wie Plut. τοῦ Πλάτωνος τὸ ἐπίκυρτον, die gekrümmte Haltung des Plato, de adul. et am. discr. 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκυρτος: -ον, κεκυρτωμένος πρὸς τὰ ἐμπρός, ὀλίγον τι κυφός, Πλούτ. 2. 53C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
légèrement courbé, bossu.
Étymologie: ἐπί, κυρτός.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπίκυρτος, -ον) κυρτός
κυρτός προς τα κάτω ή προς τα εμπρός, σκυφτός
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο επίκυρτος
1. φυσόστομος ιχθύς της οικογένειας τών σαλμωνιδών
2. κολεόπτερο έντομο της οικογένειας τών δασκυλλιδών
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίκυρτον
η κυρτότητα, η καμπούρα.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίκυρτος: согнутый, сутулый (τὸ ἐπίκυρτόν τινος μιμεῖσθαι Plut.).