ἐπιβόσκομαι
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
English (LSJ)
of cattle, A graze or feed upon, σεύτλοις Batr.54:—Pass., to be fed upon, eaten down, τὰ ἐπιβοσκόμενα Thphr.HP3.6.3. 2. feed on, draw its nutriment from, αἶαν Nic.Th.68: metaph., devour, of poison, ib.430; of fire, Hdn.1.14.5. 3. metaph., haunt, visit, θεοὶ ἐ. γῆν Max.Tyr. 19.6. II. feed among, ποίμνῃς Mosch.2.82.
German (Pape)
[Seite 930] (s. βόσκω), darauf weiden, sich nähren, πράσοις χλοεροῖς Batrach. 54; ποίμνῃς Mosch. 2, 82; übh. verzehren, πάντα, vom Feuer, Hdn. 1, 14, 9; so nass., Theophr.
French (Bailly abrégé)
1 se repaître de, τινι;
2 paître parmi, τινι.
Étymologie: ἐπί, βόσκω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβόσκομαι: Μέσ., τρέφομαι μέ τι, οὐ τρώγω ῥαφάνους, οὐ κράμβας, οὐ κολοκύντας, οὐ σεύτλοις χλωροῖς ἐπιβόσκομαι οὐδὲ σελίνοις Βατραχομ. 54.- Παθ., κἂν κολοβωθῇ τὰ φύλλα καθάπερ ἐν τοῖς ἐπιβοσκομένοις, δηλ. ἀγροῖς, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 6, 3. 2) τρέφομαι ἔκ τινος, ἀντλῶ τὴν τροφὴν μου ἔκ τινος, αἶαν Νικ. Θ. 68·- μεταφ., κατατρώγω, διαβιβρώσκω, ἐπὶ δηλητηρίου, αὐτόθι 430· ἐπὶ πυρός, κατακαίω, καταστρέφω, πάντα ἐπιὸν τὸ πῦρ ἐπεβόσκετο Ἡρωδιαν. 1. 14, 9. ΙΙ. βόσκομαι, τρέφομαι μεταξύ, ποίμνῃς ἐπιβόσκεται Μόσχ. 2. 82.
Greek Monolingual
ἐπιβόσκομαι, (Α)
1. τρέφομαι με κάτι
2. τρέφομαι ανάμεσα σε άλλους
3. κατατρώγω, καταστρέφω
4. βρίσκω από κάπου την τροφή μου
5. επισκέπτομαι.
Greek Monotonic
ἐπιβόσκομαι: Μέσ.,
I. λέγεται για ζώα (κυρίως βοοειδή), βόσκω ή τρέφομαι με, τινι, σε Βατραχομ.
II. βόσκω, τρέφομαι μεταξύ του κοπαδιού, με δοτ., σε Μόσχ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβόσκομαι: пастись, питаться (σελίνοις Batr.; ὄνος ἐπιβοσκόμενος Plut.).
Middle Liddell
I. Mid., of cattle, to graze or feed upon, τινι Batr.
II. to feed among the herd, c. dat., Mosch.