ὑσγινοβαφής

From LSJ
Revision as of 11:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑσγῐνοβᾰφής Medium diacritics: ὑσγινοβαφής Low diacritics: υσγινοβαφής Capitals: ΥΣΓΙΝΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: hysginobaphḗs Transliteration B: hysginobaphēs Transliteration C: ysginovafis Beta Code: u(sginobafh/s

English (LSJ)

ές, (βάπτω) dipped or dyed in ὕσγινον, i.e. scarlet, X.Cyr.8.3.13, Clearch.25: τὰ ὑ. scarlet cloths, Luc.Gall.14, Ath.12.539e.

Greek (Liddell-Scott)

ὑσγῑνοβᾰφής: -ές, (βάπτω) βεβαμμένον εἰς βάμμα ὕσγινον, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 13, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 255Ε· τὰ ὕσγινα, δηλ. ἱμάτια, Ἀθήν. 539Ε, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 14.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
teint en rouge écarlate ; τὰ ὑσγινοβαφῆ vêtements d’écarlate.
Étymologie: ὕσγινον, βάπτω.

Greek Monolingual

-ές / ὑσγινοβαφής, -ές, ΝΜΑ
1. βαμμένος με ύσγινο
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που έχει ζωηρό κόκκινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσγινον «είδος φυτικής βαφής» + -βαφής (< βάπτω), πρβλ. κροκο-βαφής].

Greek Monotonic

ὑσγῑνοβᾰφής: -ές, πορφυροβαμμένος, άλικος, κατακόκκινος, σε Ξεν., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑσγῑνοβᾰφής: окрашенный в пурпур, пурпурный (ἀναξυρίδες Xen.).

Middle Liddell

ὑσγῑνο-βᾰφής, ές
dyed scarlet, Xen., Luc.