σταδιοδρομέω
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
run in the stadium, race, Pl.Thg.129a, D.59.121 (στάδια δραμοῦμαι shd. be read for σταδιοδρομοῦμαι (-α⟩οδρ- cod. L) in E.HF863).
German (Pape)
[Seite 926] im Stadion laufen, um die Wette laufen; Plat. Theag. 129 a; Dem. 59, 121; Plut. – Dazu hat Eur. Herc. Fur. 863 (wie von σταδιοτρέχω gebildet) das fut. σταδιοδραμοῦμαι, wo Herm. στάδια δραμοῦμαι lesen wollte; vgl. Lob. zu Phryn. 618.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰδιοδρομέω: τρέχω ἐν τῷ σταδίῳ, ἀγωνίζομαι εἰς τὸν δρόμον, Πλάτ. Θεάγ. 129 Α, Δημ. 1386. 10˙ - ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 863, ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν ἀνώμαλον τύπον σταδιοδραμοῦμαι, ἂν καὶ ὁ ὀρθὸς τύπος σταδιοδρομήσω ἐξ ἴσου θὰ ἥρμοζεν εἰς τὸ μέτρον, ὁ Ἕρμανν. Προτείνει στάδια δραμοῦμαι˙ ἀλλ’ ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 618.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
courir dans le stade, disputer le prix de la course.
Étymologie: σταδιοδρόμος.
Greek Monotonic
στᾰδιοδρομέω: μέλ. -ήσω, τρέχω στο στάδιο, λαμβάνω μέρος σε αγώνα δρόμου, σε Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σταδιοδρομέω [σταδιοδρόμος] stadionrenner zijn.
Russian (Dvoretsky)
στᾰδιοδρομέω: состязаться в беге Plat., Dem., Plut.
Middle Liddell
στᾰδιοδρομέω, fut. -ήσω
to run in the stadium, Dem. [from στᾰδιοδρόμος]