Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τετράτρυφος

From LSJ
Revision as of 10:42, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Βάδιζε τὴν εὐθεῖαν, ἵνα δίκαιος ᾖς → Incede rectam, si vir es iustus, viam → Damit gerecht du bist, geh den geraden Weg

Menander, Monostichoi, 62
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράτρῠφος Medium diacritics: τετράτρυφος Low diacritics: τετράτρυφος Capitals: ΤΕΤΡΑΤΡΥΦΟΣ
Transliteration A: tetrátryphos Transliteration B: tetratryphos Transliteration C: tetratryfos Beta Code: tetra/trufos

English (LSJ)

ον, (θρύπτω) broken into four pieces, Hes.Op.442; cf. ὀκτάβλωμος.

German (Pape)

[Seite 1099] in vier Stücke gebrochen, od. was in vier Stücke gebrochen werden kann, ἄρτος, Hes. O. 444.

Greek (Liddell-Scott)

τετράτρῠφος: -ον, (θρύπω) κεκλασμένος εἰς τέσσαρα μέρη, ἄρτον δειπνήσας τετράτρυφον, «τετράκλαστον» (Πρόκλος), «τέσσαρα κλάσαματα ἔχοντα σταυροειδῶς» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 440, πρβλ. ὀκτάβλωμος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on peut rompre en quatre.
Étymologie: τέσσαρες, θρύπτω.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο τεμαχισμένος σε τέσσερα μέρη («ἄρτον δειπνήσας τετράτρυφον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + τρύφος «θρύμμα, κομμάτι» (< θρύπτω)].

Greek Monotonic

τετράτρῠφος: -ον (θρύπτω), σπασμένος σε τέσσερα κομμάτια, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

τετράτρῠφος: разломанный на четыре куска Hes.

Middle Liddell

τετρά-τρῠφος, ον, θρύπτω
broken into four pieces, Hes.