ἀνεξεύρετος
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
ον, not to be found out, ἀριθμός Th. 3.87, cf. Hellanic.194J., Arist.Mu.392a17, Plu.2.964a.
German (Pape)
[Seite 223] nicht auszufinden, auszumitteln, Thuc. 3, 87; πλῆθος Arist. mund. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξεύρετος: -ον, ὃν δὲν δύναται νὰ εὕρῃ τις, τοῦ δὲ ἄλλου ὄχλου ἀνεύρετος ἀριθμὸς Θουκ. 3. 87, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 2, 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on ne peut parvenir à trouver ; incalculable.
Étymologie: ἀ, ἐξευρίσκω.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀνεξεύρητος Hippol.Haer.5.7 (p.79.9)
ininvestigable, que no se puede investigar, ἀριθμός Th.3.87, τῶν ἀπλανῶν πλῆθος Arist.Mu.392a17, ἀ. καὶ ἀδιάφθορος ... γενεά Hippol.l.c., cf. Hellanic.194, Plu.2.964a.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνεξεύρετος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί.
Greek Monotonic
ἀνεξεύρετος: -ον (ἐξευρίσκω), αυτός που δεν βρίσκεται, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεξεύρετος: не поддающийся установлению (ἀριθμός Thuc.; τὸ τῶν ἀπλανῶν πλῆθος Arst.).