ἄλιμος

From LSJ
Revision as of 10:20, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλῑμος Medium diacritics: ἄλιμος Low diacritics: άλιμος Capitals: ΑΛΙΜΟΣ
Transliteration A: álimos Transliteration B: alimos Transliteration C: alimos Beta Code: a)/limos

English (LSJ)

ον, banishing hunger, τροφή, afood said to be prepared from asphodel and mallows, Herodor.1.J., Hermipp.Hist.1.8, cf. Plu.2.157d, Porph.Abst.4.20.

German (Pape)

[Seite 96] hungervertreibend, φάρμακον, δύναμις, Plut. Conv. sap. 14; vgl. Ath. II, 58 f IV, 161 a.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui apaise la faim.
Étymologie: , λιμός.

Spanish (DGE)

-ον
que quita el hambre τροφή Herodor.1, cf. Hermipp.Hist.12a, Plu.2.157d, Porph.Abst.4.20.

Greek Monolingual

(I)
ἄλιμος, -ον (Α) λιμός
αυτός που διώχνει, που κατευνάζει την πείνα.
(II)
ἅλιμος, -ον (Α) ἅλς
1. αυτός που ανήκει στη θάλασσα ή προέρχεται από αυτήν
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἅλιμον
παραλία, ακροθαλασσιά
3. ως ουσ. αρχ. ἅλιμον, το (στον Διοσκ.) ἅλιμος, ο
αρμυρήθρα.

Russian (Dvoretsky)

ἄλῑμος: утоляющий голод (δύναμις, σιτία Plut.).