ἐπόγμιος

From LSJ
Revision as of 08:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπόγμιος Medium diacritics: ἐπόγμιος Low diacritics: επόγμιος Capitals: ΕΠΟΓΜΙΟΣ
Transliteration A: epógmios Transliteration B: epogmios Transliteration C: epogmios Beta Code: e)po/gmios

English (LSJ)

ον, presiding over the furrows, Δαμάτηρ AP6.258 (Adaeus).

German (Pape)

[Seite 1006] ον, Beiwort der Demeter, Add. 1 (VI, 258); nach Suid. ἔφορος τοῦ θέρους, dem Pflügen od. Mähen vorstehend. S. ὄγμος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπόγμιος: -ον, ἐπίθ. τῆς Δήμητρας, ἡ προστάτις τῶν ὄγμων τοῦ ἀγροῦ, ἡ ἔφορος τοῦ θέρους, ὦ Δάματερ ἐπόγμιε Ἀνθ. Π. 6. 258.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui préside aux sillons ép. de Déméter.
Étymologie: ἐπί, ὄγμος.

Greek Monolingual

ἐπόγμιος, -ον (Α)
φρ. «ὦ Δάματερ ἐπόγμιε»
Δήμητρα που προστατεύεις τους όγμους, τις σειρές του θερισμού.

Greek Monotonic

ἐπόγμιος: -ον (ὄγμος), αυτός που προστατεύει τους αγρούς, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπόγμιος: охраняющий борозды (Δημήτηρ Anth.).

Middle Liddell

ἐπ-όγμιος, ον ὄγμος
presiding over the furrows, Anth.