λαχνώδης

From LSJ
Revision as of 10:00, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαχνώδης Medium diacritics: λαχνώδης Low diacritics: λαχνώδης Capitals: ΛΑΧΝΩΔΗΣ
Transliteration A: lachnṓdēs Transliteration B: lachnōdēs Transliteration C: lachnodis Beta Code: laxnw/dhs

English (LSJ)

ες, = λαχνήεις, λαχνῶδες οὖδας χλόης = the ground downy with grass, E.Cyc.541; gloss on v.l. ἔγχνοα in Nic.Th.762.

German (Pape)

[Seite 20] ες, wie λαχνήεις, übertr. von Pflanzen, λαχνῶδες οὖδας ἀνθηρᾶς χλόης, Eur. Cycl. 539, vom ersten, zarten Grase des Frühlings; Schol. Nic. Ther. 762 erkl. ἔγχνοα durch λαχνώδη.

Greek (Liddell-Scott)

λαχνώδης: -ες, (εἶδος) = λαχνήεις, οὖδας χλόης λαχνῶδες, τὸ ἔδαφος χνοῶδες ἐκ τῆς χλόης, Εὐρ. Κύκλ. 541.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
chevelu ; couvert de végétation.
Étymologie: λάχνη, -ωδης.

Greek Monolingual

λαχνώδης, -ώδες (Α) λάχνη
χνουδωτός.

Greek Monotonic

λαχνώδης: -ες (εἶδος), = λαχνήεις, χνουδωτός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λαχνώδης: заросший, поросший: οὖδας χλόης λαχνῶδες Eur. покрытый растительностью (цветущий) луг.

Middle Liddell

λαχνώδης, ες εἶδος = λαχνήεις
downy, Eur.