ἐξόμιλος

From LSJ
Revision as of 16:45, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξόμῑλος Medium diacritics: ἐξόμιλος Low diacritics: εξόμιλος Capitals: ΕΞΟΜΙΛΟΣ
Transliteration A: exómilos Transliteration B: exomilos Transliteration C: eksomilos Beta Code: e)co/milos

English (LSJ)

ον, A out of one's society, alien, S.Tr.964 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 886] außer Verkehr, ξένων γὰρ ἐξόμιλος ἥδε ἡ βάσις Soph. Trach. 960, fern von den Anderen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξόμιλος: -ον, ὁ ἔξω ὁμίλου τινός, ἀλλότριος, ξένων γὰρ ἐξόμιλος ἥδε τις βάσις Σοφ. Τρ. 964.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans relations avec personne, étranger.
Étymologie: ἐξ, ὅμιλος.

Greek Monolingual

ἐξόμιλος, -ον (Α) όμιλος
αυτός που βρίσκεται μακριά από τον όμιλο, από τη συγκεντρωμένη ομάδα.

Greek Monotonic

ἐξόμῑλος: -ον, αυτός που βρίσκεται έξω από τον κύκλο του, ξένος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξόμῑλος: чужой, чуждый, необычный: ξένων ἐ. βάσις Soph. незнакомая поступь чужих людей.

Middle Liddell

ἐξ-όμῑλος, ον
out of one's own society, alien, Soph.