μυρόχριστος

From LSJ
Revision as of 05:00, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠρόχριστος Medium diacritics: μυρόχριστος Low diacritics: μυρόχριστος Capitals: ΜΥΡΟΧΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: myróchristos Transliteration B: myrochristos Transliteration C: myrochristos Beta Code: muro/xristos

English (LSJ)

ον, anointed with unguent, E.Cyc.501 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 221] mit Oel gesalbt, Eur. Cycl. 499.

Greek (Liddell-Scott)

μῠρόχριστος: -ον, ὁ κεχρισμένος διὰ μύρου, Εὐρ. Κύκλ. 501.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
imprégné de parfums.
Étymologie: μύρον, χρίω.

Greek Monolingual

μυρόχριστος, -ον (Α)
αλειμμένος με μύρο, με άρωμαμυρόχριστος λιπαρὸν βόστρυχον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + χριστός (< χρίω), πρβλ. πισσό-χριστος].

Greek Monotonic

μῠρόχριστος: -ον, αλειμμένος με μύρο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μῠρόχριστος: умащенный благовониями: μ. βόστρυχον Eur. с умащенными благовонием кудрями.

Middle Liddell

μῠρό-χριστος, ον
anointed with unguent, Eur.