κρουνίζω

From LSJ
Revision as of 11:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρουνίζω Medium diacritics: κρουνίζω Low diacritics: κρουνίζω Capitals: ΚΡΟΥΝΙΖΩ
Transliteration A: krounízō Transliteration B: krounizō Transliteration C: krounizo Beta Code: krouni/zw

English (LSJ)

A discharge liquid in a slender stream, of the ῥυτόν (q.v.), κ. λεπτῶς Doroth. ap. Ath.11.497e:—Med., catch the liquid so running in one's mouth, Epin.2.3.

German (Pape)

[Seite 1514] Wasser springen lassen, wie aus einer Quelle ergießen, Ath. XI, 497 e, wo auch ein Beispiel des pass. aus dem com. Diphil. beigebracht ist.

Greek (Liddell-Scott)

κρουνίζω: ἐκχέω ὑγρὸν ἐν λεπτῇ ῥοῇ, ἐπὶ τοῦ ἔχοντος σχῆμα κέρατος ποτηρίου τοῦ καλουμένου, ῥυτὸν (ὃ ἴδε), κρ. λεπτῶς Δωρόθ. παρ’ Ἀθην. 497Ε. ― Μέσ., πίνω τὸ οὕτω ῥέον ὑγρὸν ὑποβάλλων τὸ στόμα, Ἐπίνικος ἐν «Ὑποβαλλομέναις» 1. 3.

French (Bailly abrégé)

lancer un jet d'eau;
Moy. κρουνίζομαι jaillir comme une source.
Étymologie: κρουνός.

Greek Monolingual

κρουνίζω (Α) κρουνός
1. χύνω λίγο λίγο νερό ή άλλο υγρό σε ποτήρι
2. μέσ. κρουνίζομαι
πίνω νερό ή άλλο υγρό που έχει χυθεί στο ποτήρι λίγο λίγο.

Greek Monotonic

κρουνίζω: μέλ. -σω (κρουνός), αναβλύζω, βγάζω.

Middle Liddell

κρουνίζω, fut. -σω κρουνός
to send forth a stream,