ἐφαπτίς

From LSJ
Revision as of 20:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφαπτίς Medium diacritics: ἐφαπτίς Low diacritics: εφαπτίς Capitals: ΕΦΑΠΤΙΣ
Transliteration A: ephaptís Transliteration B: ephaptis Transliteration C: efaptis Beta Code: e)fapti/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A soldier's upper garment, PMagd.13.6 (iii B. C.), Plb.30.25.10, Callix.2, Anon. ap. Suid.: Astron., the cloak of the figure Sagittarius, Ptol.Tetr.25 (pl.), Heph.Astr.1.3 (pl.). 2 ephod, J.AJ3.7.7. II woman's garment, Str.7.2.3.

German (Pape)

[Seite 1112] ίδος, ἡ, ein Oberkleid für die Männer im Kriege, sagum, Pol. bei Ath. V, 194 f, vgl. 196 f; bei Strab. VII, 294 auch von Frauenkleidern.

Russian (Dvoretsky)

ἐφαπτίς: ίδος ἡ эфаптида (род солдатского плаща, лат. sagum) Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφαπτίς: -ίδος, ἡ, τὸ ἐπανωφόριον στρατιώτου, ὁ μανδύας, Λατ. sagum, Πολυβ. παρ’ Ἀθην. 194 F, Καλλίξ. αὐτόθι 196, Ἀνωνύμ. παρὰ Σουΐδ. ΙΙ. γυναικεῖον ἔνδυμα, Στράβ. 294· πρβλ. ἔφαμμα.

Greek Monolingual

ἐφαπτίς, -ίδος, ἡ (Α) εφάπτομαι
1. στρατιωτικός επενδύτης, χλαίνη, μανδύας, πανωφόρι («πάντες οἱ προειρημένοι εἶχον πορφυρᾱς ἐφαπτίδας, πολλοὶ δὲ διαχρύσους», Πολ.)
2. μανδύας της απεικόνισης του αστερισμού του Τοξότη
3. εβραϊκό ιερατικό ένδυμα
4. γυναικείο ένδυμα
5. επωμίδα.