ὑποκλάζω
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
A bend the knees under one, sink down, Hld.7.7, Nonn.D.43.47; ὑ. τινί bow the knee before... ib.47. 627; ἄρνες ταῖς μητράσιν ὑποκλάσαντες τὴν θηλὴν ἔσπασαν Longus 3.13 (ὑ. αὑτοὺς codd.); ὑπώκλασε γαῖα χανοῦσα (in an earthquake) Epic. in BKT5(1) p.85 (iv B. C.): metaph. of an expiring lamp, AP 5.278 (Paul. Sil.); of a declining fever, Paul.Aeg.2.47; τὰ δ' ὑπείροχ', ὁπανίκα νεύσω, κῦρος ὑποκλάζοισ' the mighty, when I nod, bow down before my power, Hymn.Is.143.
ὑπο-κλάζω or ὑπο-κλαγγάνω, cry out a little, groan, τί μάτην ὑπέκλᾰγες; S.Ichn. 171 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1220] allmälig in die Kniee sinken, niederkauern; übertr., ἄρχεται ἤδη λύχνος ὑποκλάζειν ἦκα μαραινόμενος Paul. Sil. 28 (V, 279); von sinkendem Muthe, ὑποκλασθέντα θυμὸν χαλᾶν Agath. 4 (V, 216), was aber auch von ὑποκλάω abgeleitet werden kann.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκλάζω: ὀκλάζω ὀλίγον κατὰ μικρὸν κάμπτω τὰ γόνατα καὶ «ζαρώνω», Ἡλιόδ. 7. 7, Νόνν. Δ. 43. 47˙ ὑπ. τινί, κάμπτομαι, ταπεινοῦμαι ἐνώπιόν τινος, ὁ αὐτ. 47. 627˙ - μεταφορ., ἐπὶ λύχνου ἑτοίμου νὰ σβεσθῇ, Ἀνθ. Παλ. 5. 279. ΙΙ μεταβ., κατακάμπτω τινά, ὑπ. αὑτούς τινι Λόγγ. 3. 8. - Παθ., Παύλου Σιλ. Ἔκφρ. Ἁγ. Σοφ. 251, 735.
Greek Monolingual
(I)
ΜΑ
1. λυγίζω λίγο τα γόνατα («ὕπτιος αὐτοκύλιστος ὑπώκλασε ταῡρος ἀρούρη», Νόνν.)
2. (με δοτ.) ταπεινώνομαι μπροστά σε κάποιον
3. μτφ. (για λύχνο) σβήνω σιγά σιγά («ἄρχεται ἤδη λύχνος ὑποκλάζειν ἦκα μαραινόμενος», Παύλ. Σιλ.)
4. (μτβ.) κάμπτω, λυγίζω («ὑποκλάσαντες αὐτοὺς ταῖς μητράσιν», Λόγγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὀκλάζω «κάθομαι με κεκαμμένα τα σκέλη»].
(II)
Α
βογγώ, γογγύζω λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κλάζω «βγάζω οξύ, διαπεραστικό ήχο, κράζω»].
Russian (Dvoretsky)
ὑποκλάζω: оседать, перен. гаснуть (λύχνος ὑποκλάζεται Anth.).