κάμπος

From LSJ
Revision as of 13:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάμπος Medium diacritics: κάμπος Low diacritics: κάμπος Capitals: ΚΑΜΠΟΣ
Transliteration A: kámpos Transliteration B: kampos Transliteration C: kampos Beta Code: ka/mpos

English (LSJ)

εος, τό, A a sea-monster, Lyc.414. II = ἱπποδρόμος (Sicel), Hsch. καμπουλίρ· ἐλαίας εἶδος (Lacon.), Id. (-ούληρ cod.).

German (Pape)

[Seite 1318] τό, ein großes Seethier, Haifisch, βρωθεὶς καμπέων γνάθοις Lycophr. 414, Schol. κητῶν. Vgl. κάμπη.

Russian (Dvoretsky)

κάμπος: ὁ (~ лат. campus) ристалище (из сикульского) (Тронский)

Greek (Liddell-Scott)

κάμπος: «ἰππόδρομος. Σικελοὶ» Ἡσύχ.
εος, τὸ θαλάσσιόν τι τέρας, Λυκόφρ. 414· πρβλ. ἱππόκαμπος.

Greek Monolingual

(I)
ο (AM κάμπος)
πεδιάδα, τόπος πεδινός
νεοελλ.-μσν.
μτφ. το βάθος ζωγραφικής παραστάσεως ή ζωγραφικού πίνακα, το φόντο
μσν.
1. τόπος ανοιχτός, ανοιχτωσιά («εἰς κάμπον ν' ἀναμείνουσιν νὰ δώσουν κονταρέας», Χρον. Moρ.)
2. μτφ. βάση, στήριγμα («οἱ μαρτυρίες του... οὐδὲν ἔχουν κάμπον», Ασσίζ.)
3. ύπαιθρο, ύπαιθρος χώρα
4. ιδιόκτητη έκταση, ανοιχτός χώρος γύρω από ένα κτίσμα
5. ανοιχτή θάλασσα
6. πεδίο μάχης
7. παράταξη στρατευμάτων
8. φρ. «κατεβαίνω εἰς τὸν κάμπον» — κατεβαίνω στη μάχη
μσν.-αρχ.
χώρος στρατοπεδεύσεως, στρατόπεδο
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) (στους Σικελούς) «ιππόδρομος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. campus, -i «πεδιάδα»].
(II)
κάμπος, τὸ (Α)
μεγάλο θαλάσσιο ζώο, κήτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κάμπη (II)].