ἀμφώδων
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
οντος, ὁ, ἡ, (ὀδούς) A with incisor-teeth in both jaws, opp. ruminants, Arist.HA501a11, cf. PA675a5, HA495b31, al. II Subst., ass, Lyc.1401. (Freq. written ἀμφόδων; cf. ἀμφόδους.)
Spanish (DGE)
-ον, gen. -οντος
• Alolema(s): tb. ἀμφόδων Gal.18(1).358
• Morfología: [-ουν Arist.HA 507b34]
1 con dientes en ambas mandíbulas de caballos, asnos, Hp.Art.8, cf. Arist.HA 501a11, 495b31, PA 663b36, 675a5.
2 subst. ὁ ἀ. asno ἀμφώδοντος ἐξ ἄκρων λοβῶν φθέρσας κύφελλα cortando desde las raíces de los lóbulos sus orejas de asno de Midas, Lyc.1401, cf. Hsch., EM 1217.
German (Pape)
[Seite 146] οντος, ὁ, oben und unten Zähne habend (όδούς), Arist. II. A. 2, 3, 8 (Bekk. 2, 1, p. 501, 11). – Bei Lyc. 1401 der Esel.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφώδων: -οντος, ὁ, ἡ, (ὁδοὺς) ὁ ἔχων ὀδόντας ἐν ἀμφοτέραις ταῖς σιαγόναις, ὡς πάντα τὰ σαρκοφάγα ζῷα, ἐνῷ τὰ μηρυκαστικὰ εἶναι οὐκ ἀμφώδοντα, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 50. πρβλ. Μορ. Ζ. 3. 2, 18, Ἱστ. Ζ. 1. 16, 18 καὶ ἄλλ. ΙΙ. ὡς οὐσ., ὁ ὄνος Λυκόφρ. 1410. - Ὁ τύπος ἀμφόδων εἶναι κοινὸς ἐν τοῖς χειρογρ. καὶ τοῖς μεταγεν. συγγραφεῦσι, πρβλ. καὶ ἀμφόδους.
Greek Monolingual
ἀμφώδων (-οντος), ο, η (Α)
αυτός που έχει δόντια και στις δύο σιαγόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + ὀδών, ιων. τ. αντί ὀδούς, με έκταση του αρχ. φωνήεντος της λ. σε -ω- (ἀμφ-ώδων) λόγω της συνθέσεως].