Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀντιφορτίζω

From LSJ
Revision as of 13:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιφορτίζω Medium diacritics: ἀντιφορτίζω Low diacritics: αντιφορτίζω Capitals: ΑΝΤΙΦΟΡΤΙΖΩ
Transliteration A: antiphortízō Transliteration B: antiphortizō Transliteration C: antifortizo Beta Code: a)ntiforti/zw

English (LSJ)

A take in a return-cargo, Str.5.3.5, Peripl.M.Rubr. 32; but the Med. is more usual in same sense, D.35.25 and 37: so metaph., Hp.Ep.17; τίμημα ἀ. τοῦ ἔργου Procop.Arc.20. II in Med. also, import in exchange for exports, X.Vect.3.2; take as returnfreight, ἀργύριον Arist.Mir.844a18. 2 Pass., χρήματα . . ἀντιφορτισθέντα goods received in exchange for the cargo, Syngr. ap. D.35.11, cf.ib.24.

Spanish (DGE)

1 act. coger, llevar como carga de retorno τὰ φορτία Str.5.3.5, σῖτον καὶ ἔλαιον Peripl.M.Rubri 32, en v. pas. τὰ χρήματα ... ἀντιφορτισθέντα D.35.11, cf. 24
en v. med. mismo sent. ἀργύριον Arist.Mir.844a18, σῖτον IG 22.903.8 (II a.C.), οὐδέν D.35.25, cf. 37
fig. ἀντιφορτισάμενος ἀποίσεις θεραπείην τὸν ἐμὸν γέλωτα Hp.Ep.17 (p.358), τίμημα τοῦ ἔργου Procop.Arc.20.5.
2 tb. en v. med. importar a cambio de exportaciones τι X.Vect.3.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιφορτίζω: διὰ τῶν χρημάτων τοῦ πωληθέντος φορτίου ἀγοράζω ἄλλο ἐμπόρευμα καὶ φορτώνω δι’ αὐτοῦ τὸ πλοῖον, ἐπειδὰν ἀποδῶνται ἐν τῷ Πόντῳ ἃ ἦγον, πάλιν ἀνταγοράζειν χρήματα καὶ ἀντιφορτίζειν (-εσθαι, Blass) καὶ ἀπάγειν Ἀθήναζε Δημ. 931.1 (κατὰ τὰ ἄριστα τῶν χειρογρ.), ἀλλὰ τὸ μέσ. εἶναι συνηθέστερον ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, αὐτόθι 13., 935. 20. ΙΙ. ἐν μέσ. τύπῳ ὡσαύτως, ἐξάγω ἐμπορεύματα ἀπέναντι τῶν εἰσαγομένων, τοῖς ἐμπόροις ... ἀντιφορτίζεσθαί τι ἀνάγκη˙ νομίσμασι γὰρ οὐ χρησίμοις ἔξω χρῶνται Ξεν. Πόρ. 3. 2˙ ἀργύριον Ἀριστ. π. Θαυμ. 135. 2) Παθ., ἐμπορεύματα φορτωθέντα ἀπέναντι τῶν πωληθέντων, καὶ ἀπάξουσι τὰ χρήματα τὰ ἐκ τοῦ Πόντου ἀντιφορτισθέντα, συγγραφὴ (συμφωνητικὸν) παρὰ Δημ. 926. 11., 931. 1.

French (Bailly abrégé)

importer ou recevoir en échange de marchandises exportées;
Moy. ἀντιφορτίζομαι importer une cargaison en échange de celle qu’on a exportée.
Étymologie: ἀντίφορτος.

Greek Monolingual

ἀντιφορτίζω (Α)
1. φορτώνω το πλοίο με εμπόρευμα που αγόρασα με χρήματα αποκτημένα από την πώληση άλλου φορτίου
2. (-ομαι) εισάγω εμπορεύματα αντί των εξαγόμενων.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιφορτίζω: тж. med. брать обратным грузом, ввозить взамен (τι Xen., Arst., Dem.): τὰ ἀντιφορτισθέντα (χρήματα) Dem. ввозимые (импортные) товары.