παρπόδιος

From LSJ
Revision as of 12:10, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρπόδιος Medium diacritics: παρπόδιος Low diacritics: παρπόδιος Capitals: ΠΑΡΠΟΔΙΟΣ
Transliteration A: parpódios Transliteration B: parpodios Transliteration C: parpodios Beta Code: parpo/dios

English (LSJ)

ον, poet. for παραπόδιος.

German (Pape)

[Seite 528] poet. statt παραπόδιος, vor den Füßen, gegenwärtig, Pind.

Greek (Liddell-Scott)

παρπόδιος: -ον, ποιητ. ἀντὶ παραπόδιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est devant les pieds, présent.
Étymologie: παρά, πούς.

English (Slater)

παρπόδιος at one's feet met., cf. ποῦς c. παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί (N. 9.38)

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. παραπόδιος.

Greek Monotonic

παρπόδιος: ποιητ. αντί παρα-πόδιος.

Russian (Dvoretsky)

παρπόδιος: дор. = * παραπόδιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρπόδιος -ον [παρά, πούς] op handen zijnd.