πέσκος

From LSJ
Revision as of 14:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέσκος Medium diacritics: πέσκος Low diacritics: πέσκος Capitals: ΠΕΣΚΟΣ
Transliteration A: péskos Transliteration B: peskos Transliteration C: peskos Beta Code: pe/skos

English (LSJ)

τό, = πέκος, skin, rind, Nic.Th.549; hide, Hsch., Phot. (Acc. to A.D.Synt.8.21 by transpos. from σκέπω.)

German (Pape)

[Seite 603] τό, = πέκος, Fell, Haut, Rinde, Nic. Ther. 549. Nach den alten Gramm. durch Buchstabenumstellung von σκέπω.

Greek (Liddell-Scott)

πέσκος: τό, = πέκος, δέρμα, δορά, φλοιός, Νικ. Θηρ. 549. - (Κατὰ τοὺς παλαιοὺς Γραμματ. κατὰ μετάθεσιν γραμμάτων ἐκ τοῦ σκέπω).

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. φλοιός
2. δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί με αναγραμματισμό τών συμφώνων από το ρ. σκέπω. Κατ' άλλη, νεώτερη άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. πέκος «δέρμα, περίβλημα» με επίδραση του τ. μέσκος, ενώ κατ' άλλους από τη λ. πέλμα.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: skind, rind (Nic. Th. 549); πεσκέων δερμάτων H.; ἀ-πεσκής without a cover, sheath (τόξα; S. Fr. 626; not quite certain).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Rhiming to μέσκος (s. v.); after Güntert Reimw. 145 f. through cross with πέκος; or with πέλμα a. cogn.? Not with Prellwitz l.c. from *πέκ-σκ-ος.

Frisk Etymology German

πέσκος: {péskos}
Grammar: n.
Meaning: Haut, Rinde (Nik. Th. 549); πεσκέων· δερμάτων H.; ἀπεσκής ohne Hülle, Futteral (τόξα; S. Fr. 626; nicht ganz sicher).
Etymology: Reimwort zu μέσκος (s. d.); nach Güntert Reimw. 145 f. durch Kreuzung mit πέκος; oder mit πέλμα u. Verw.? Nicht mit Prellwitz u. A. aus *πέκσκος.
Page 2,519