αὐτοδαής
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
ές, self-taught, ἀρετά Diagor.1; ὀρχήματα S.Aj. 700 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 397] ές, selbst gelernt, natürlich, ὀρχήματα, Soph. Ai. 685, Schol. ἃ ἐκ φύσεως ἔχεις.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοδαής: -ές, αὐτοδίδακτος, ἀρετὰ Διαγόρ. ἐν Bgk. Λυρ. σ. 846: ὀρχήματ’ αὐτοδαῆ, «αὐτομαθῆ, ἃ σὺ σαυτὸν ἐδίδαξας» (Σχόλ.) Σοφ. Αἴ. 700.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui s'apprend de soi-même, càd sans étude, naturel.
Étymologie: αὐτός, διδάσκω.
Spanish (DGE)
-ές
1 aprendido por sí mismo, natural ἀρετά Diagor.1.3, ὀρχήματα S.Ai.700.
2 conocedor por sí mismo, e.e., sin maestros αὐ. ἱερῶν γινόμενος κριμάτων llegando a conocer por sí mismo las decisiones sagradas, CIRB 121 (imper.).
Greek Monolingual
αὐτοδαής, -ές (Α)
αυτοδίδακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -δαής < εδάην, αόρ. β' του δάω «μαθαίνω» (πρβλ. το ομόρριζο διδάσκω)].
Greek Monotonic
αὐτοδαής: -ές (*δάω), αυτοδίδακτος, μη προμελετημένος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοδᾰής: лично изобретенный, собственной выдумки (ὀρχήματα Soph.).
Middle Liddell
[!δάω]
self-taught, unpremeditated, Soph.