ἀποκαθίζω
ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy
English (LSJ)
A sit apart, of a judge, ἐν τῷ γυμνασίῳ Plb.31.6.3. II sit down, Plu.2.649c; of the uterus, slip down, Sor. 2.85.
Spanish (DGE)
I 1sentarse aparte ἐν τῷ γυμνασίῳ Plb.31.6.3, ἀποκαθίσαι ἐπὶ τοῦ συγγραφὰς ἢ συλλογισμοὺς ἀναλύειν haber(me) retirado a analizar tratados o silogismos M.Ant.1.17, cf. UPZ 78.21
•sentarse para descansar, de un caminante, Plu.2.649b.
2 desplazarse, caerse la matriz, Sor.148.20.
German (Pape)
[Seite 305] (s. ἵζω), sich niederlassen, ἀποκαθίσας Pol. 31, 10, in der Entfernung; um auszuruhen, ὁδοιπόρου δι' ἀσθένειαν πολλάκις ἀποκαθίζοντος Plut. Symp. 3, 2, 2. – Med. s. ἀποκάθημαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκαθίζω: κάθημαί που ἢ εἰς παράμερον θέσιν, ἀποκαθίσας ἐν τῷ γυμνασίῳ Πολύβ. 31. 10, 3. ΙΙ. καθίζω ὅπου τύχῃ ὅπως ἀναπαυθῶ, ὥσπερ ὁδοιπόρου δι’ ἀσθένειαν πολλάκις ἀποκαθίζοντος Πλούτ. 2. 649Β.
French (Bailly abrégé)
part. ao. ἀποκαθίσας;
s'asseoir à terre.
Étymologie: ἀπό, καθίζω.
Greek Monolingual
(Α ἀποκαθίζω)
κάθομαι για να ξεκουραστώ
αρχ.
1. κάθομαι παράμερα
2. κάθομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκαθίζω:
1) сидеть отдельно Polyb.;
2) присаживаться, садиться (δι᾽ ἀσθένειαν Plut.).