πολυκοιρανίη

From LSJ
Revision as of 08:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ion. c. πολυκοιρανία.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκοιρᾰνίη: ἡ, Ἐπικ. ὄνομα, πολυαρχία, Ἰλ. Β. 204, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 27. ΙΙ. ἡ ἐπὶ πολλῶν κυριαρχία, Ριαν. παρὰ Στοβ. σ. 54. 15.

English (Autenrieth)

(κοίρανος): rule or sovereignty of many, Il. 2.204†.

Greek Monotonic

πολῠκοιρᾰνίη: ἡ (κοίρᾰνος), διακυβέρνηση, διοικητική κυριαρχία πολλών, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

πολῠκοιρᾰνίη:многовластие Hom.

Middle Liddell

πολῠ-κοιρᾰνίη, ἡ, [κοίρᾰνος]
the rule of many, Il.