ἀχολία

From LSJ
Revision as of 14:12, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)

Source

German (Pape)

[Seite 419] ἡ, Mangel an Galle, Sanftmuth, Plut. neben πρᾳότης cons. ad ux. 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
absence de bile, càd caractère doux.
Étymologie: ἄχολος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχολία: ἡ, ἔλλειψις χολῆς, ἀοργησία, Πλούτ. 2. 608D.

Greek Monolingual

η (AM ἀχολία) άχολος νεοελλ. ελάττωση ή έλλειψη της έκκρισης χολής
αρχ.
πραότητα.

Russian (Dvoretsky)

ἀχολία:отсутствие желчности, кротость Plut.