γερούσιος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
α, ον, for or befitting the γέροντες, γ. οἶνος wine drunk only by the chiefs, Il.4.259, Od.13.8; γ. ὅρκος an oath taken by them, Il.22.119; γερούσιον, τό, perquisite of chiefs, Hsch.
German (Pape)
[Seite 486] von γέρων, entstanden aus γερόντσιοσ oder γερόντιοσ; = was den γέροντες, d. h. den Vorstehern, den Aeltesten der Gemeinde, den Anführern des Volkes zukommt oder angehört; Hom. dreimal, den vierten Fuß schließend: Odyss. 13, 8 Iliad. 4, 259 γερούσιον αἴθοπα οἶνον Versende, den Ehrenwein, welchen die Geronten beim Könige trinken, vgl. Apoll. Lex. Hom. p. 54, 19; Iliad. 22, 119 Τρωσὶν δ' αὖ μετόπισθε γερούσιον ὅρκον ἕλωμαι μή τι κατακρύψειν, die Aeltesten der Gemeinde sollen einen Eid leisten.
Greek (Liddell-Scott)
γερούσιος: -α, -ον, ὁ προωρισμένος ἢ ἁρμόδιος διὰ τοὺς γέροντας, γ. οἶνος, ὃν πίνουσι μόνον οἱ ἀρχηγοί, Ἰλ. Δ. 259· γ. ὅρκος, ὃν δίδουσιν οἱ ἀρχηγοί, Χ. 119.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne les vieillards : γερούσιος οἶνος IL, OD vin d'honneur qu’on versait aux vieillards, càd aux chefs ; γερούσιος ὅρκος IL serment que prononçaient les vieillards, càd les chefs.
Étymologie: γέρων.
English (Autenrieth)
pertaining to the council of the elders, senatorial; οἶνος, Od. 13.8; ὅρκος, Il. 22.119.
Spanish (DGE)
-α, -ον
propio del que tiene privilegio, de honor οἶνος Il.4.259, Od.13.8, ὅρκος juramento prestado por los nobles, Il.22.119.
Greek Monolingual
γερούσιος, -α, -ον (Α)
αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει στους γέροντες, δηλ. τους αρχηγούς (α. γερούσιος οϊνος» — το παλιό και καλό κρασί που πίνουν μόνο οι αρχηγοί
β. «γερούσιος ὅρκος» — ο όρκος που δίνουν οι αρχηγοί).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γερόντ-ιος < γέρων.
Greek Monotonic
γερούσιος: -α, -ον (γέρων), αυτός που έχει σχέση ή αρμόζει στους πρεσβύτερους ή στους αρχηγούς, σε Ομήρ. Ιλ.· γερούσιος ὅρκος, ο όρκος τον οποίο δίνουν οι αρχηγοί, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
γερούσιος:
1) преподносимый старейшинам, т. е. почетный (οἶνος Hom.);
2) приносимый старейшинами (ὅρκος Hom.).
Middle Liddell
γέρων
for or befitting the seniors or chiefs, Il.; γ. ὅρκος an oath taken by them, Il.