πυρναῖος

From LSJ
Revision as of 16:52, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρναῖος Medium diacritics: πυρναῖος Low diacritics: πυρναίος Capitals: ΠΥΡΝΑΙΟΣ
Transliteration A: pyrnaîos Transliteration B: pyrnaios Transliteration C: pyrnaios Beta Code: purnai=os

English (LSJ)

α, ον, fit for eating, σταφυλαί Theoc.1.46 (nisi leg. Πυρν- as pr.n.).

German (Pape)

[Seite 823] eßbar, reif, σταφυλαί, Theocr. 1, 46, wo es Andere von der Farbe erklären, gelb.

Greek (Liddell-Scott)

πυρναῖος: -α, -ον, (πύρνον) ὥριμος, τρώξιμος, κατάλληλος πρὸς βρῶσιν, πυρναίαις (διάφ. γραφ. πυρκναῖσι) σταφυλαῖσι καλὸν βέβριθεν ἀλωά, «περκαζούσαις καὶ τρωξίμοις» (Σχόλ.), Θεόκρ. 1. 46.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
rouge ou doré comme le feu ; sel. d'autres mûr, bien cuit, bon à manger.
Étymologie: πυρνόν.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
κατάλληλος για βρώση, εδώδιμος, φαγώσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύρνος ή πύρνον + κατάλ. -αῖος].

Greek Monotonic

πυρναῖος: -α, -ον (πύρνον), κατάλληλος για βρώση, βρώσιμος, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

πυρναῖος: съедобный, спелый (σταφυλαί Theocr. - v.l. πυρραῖος).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρναῖος -α -ον [πύρνον] eetbaar.

Middle Liddell

πυρναῖος, η, ον πύρνον
fit for eating, Theocr.