φρούραρχος

From LSJ
Revision as of 10:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρούραρχος Medium diacritics: φρούραρχος Low diacritics: φρούραρχος Capitals: ΦΡΟΥΡΑΡΧΟΣ
Transliteration A: phroúrarchos Transliteration B: phrourarchos Transliteration C: froyrarchos Beta Code: frou/rarxos

English (LSJ)

ὁ, A commander of a watch, or commandant of a garrison, IG12.10.13, al., X. An.1.1.6, Cyr.5.3.17, Pl.Lg.760d, Men.Kol.60, Aen.Tact.22.20, Plb.21.42.1, PTeb.6.13 (ii B. C.), OGI111.16 (Egypt, ii B. C.), etc.; οἱ φ. the guardians, Pl.Lg.843d: metaph., [θεοὶ] ἑκάστῳ τὸν τρόπον συνήρμοσαν φ. Men.Epit.554 (spelt φρούαρχος Wilcken Chr.162 i 11 (ii B. C.), and v.l. in Plb. l.c.). II gaoler, Aristaenet. 1.20.

German (Pape)

[Seite 1310] ὁ, Befehlshaber der Wache, der wachhabenden Soldaten; Plat. Legg. VI, 760 d VIII, 843 d; Xen. Cyr. 5, 3,11 u. öfter, An. 1, 1,6; Din. 1, 39; Sp.; der Commandant einer Festung, auch der Anführer der Leibwache. Bei Aristaen. 1, 20 Gefängnißwärter.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
commandant d'un poste, d'une troupe de garde.
Étymologie: φρουρά, ἄρχω.

Greek (Liddell-Scott)

φρούραρχος: ὁ ὁ διοικῶν φρουράν, διοικητὴς φρουρᾶς ἢ φρουρίου, Ξεν. Ἀν 1. 1, 6, Πλάτ. Νόμ. 760D. C. Ι. 73, κ. ἀλλ.· οἱ φρουρ. τούτων Πλάτ. Νόμ. 843D ― ὁ τύπος φρουράρχης ἀπαντᾷ παρὰ Θεμιστίῳ καὶ ὡς διάφ. γραφὴ ἐν Ξεν. Κύρου Παιδ. 5. 3, 11.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και φρούαρχος Α
αρχηγός φρουράς ή διοικητής φρουρίου
νεοελλ.
στρ. διοικητής φρουραρχείου
αρχ.
δεσμοφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρουρά + -αρχος].

Greek Monotonic

φρούραρχος: ὁ, αυτός που διοικεί φρουρά ή φρούριο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

φρούραρχος:начальник стражи или гарнизона Xen., Plat., Polyb.

Middle Liddell

φρούρ-αρχος, ὁ,
commander of a watch or fortress, Xen.