παράρρυσις
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
εως, ἡ, = παράρρυμα 1, A.Supp.715 (pl.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράρρῡσις -εως, ἡ [παρά, ἐρύω] dekkleed, zijdekking (aan de zijkant van een schip).
Russian (Dvoretsky)
παράρρῡσις: εως ἡ (= παράρρυμα
1) корабельный щит (π. νεώς Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
παράρρῡσις: ἡ, ὅρα ἐν λ. παράρρυμα.
Greek Monolingual
-εως, ἡ, Α
το παράρρυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ρρυσις (< ἐρύω [Ι] «σύρω»)].