περιτείχισις
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
English (LSJ)
εως, ἡ, walling round so as to blockade, circumvallation, Th.2.77, 4.131; but also for defence, π. τοῦ ἄστεος Themist.Ep.4.3.
German (Pape)
[Seite 596] ἡ, das Ummauern, Belagern durch eine Mauer, Thuc. 2, 77. 4, 131 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περιτείχῐσις: ἡ, τὸ τειχίζειν ὁλόγυρα πρὸς ἀποκλεισμόν, ἀπόκλεισις, Θουκ. 2. 77., 4. 131, κτλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'entourer de fortifications.
Étymologie: περιτειχίζω.
Greek Monotonic
περιτείχῐσις: ἡ, περιχαράκωμα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
περιτείχῐσις: εως ἡ обнесение стеной, возведение стены Thuc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιτείχισις -εως, ἡ [περιτειχίζω] ommuring, belegering door middel van een muur.
Middle Liddell
περιτείχῐσις, εως, [from περιτειχίζω
circumvallation, Thuc.