πλινθοφορέω
From LSJ
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
carry bricks, Ar.Av.1149, IG22.1672.28, Polyaen.8.24.3, BGU699.6 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 637] Ziegel tragen; Ar. Av. 1139. 1149; Polyaen. 8, 24, 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
porter des briques.
Étymologie: πλινθοφόρος.
Greek Monotonic
πλινθοφορέω: μέλ. -ήσω, μεταφέρω πλίνθους, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πλινθοφορέω: носить кирпичи Arph.
Middle Liddell
πλινθοφορέω, fut. -ήσω
carry bricks, Ar. [from πλινθοφόρος