ποταμώδης
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
ποταμώδες, like a river, δάκρυον Eun.Hist.p.206D.
Greek (Liddell-Scott)
ποταμώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς ποταμόν, Εὐνάπ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. σ. 54. 15.
Greek Monolingual
-ες, ΜΑ ποταμός
μσν.
(για τόπο) αυτός που βρίσκεται κοντά σε ποτάμι
αρχ.
μτφ. αυτός που ρέει άφθονα σαν ποτάμι («δάκρυον ποταμῶδες», Ευνάπ.).