προεκδέχομαι

From LSJ
Revision as of 08:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλοςnature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεκδέχομαι Medium diacritics: προεκδέχομαι Low diacritics: προεκδέχομαι Capitals: ΠΡΟΕΚΔΕΧΟΜΑΙ
Transliteration A: proekdéchomai Transliteration B: proekdechomai Transliteration C: proekdechomai Beta Code: proekde/xomai

English (LSJ)

intercept before, ὄρη π. ἀνέμους Str.15.3.10; τοὺς κινδύνους J.BJ7.6.4.

German (Pape)

[Seite 718] (s. δέχομαι), dep. med., vorher auffangen; Strab. XV; Ios.

French (Bailly abrégé)

soutenir le premier choc de, acc..
Étymologie: πρό, ἐκδέχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

προεκδέχομαι: ἀποθετ., ἐμποδίζω, παρεμποδίζω πρότερον, Στράβ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 6, 4.

Greek Monolingual

Α
ανακόπτω την πορεία με παρεμβολή, αναχαιτίζω προηγουμένως («ὅρη ὑψηλά τὰ προεκδεχόμενα ἅπαντα τους... ἀνέμους», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκδέχομαι «αναλαμβάνω, παίρνω πάνω μου, συγκρατώ»].

Greek Monotonic

προεκδέχομαι: αποθ., εμποδίζω από πριν, σε Στράβ.

Middle Liddell


Dep. to intercept before, Strab.