προλεύσσω
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
see before oneself or in front, S.Ph.1360.
German (Pape)
[Seite 733] vorher od. vor sich sehen, οἷα χρὴ παθεῖν με, Soph. Phil. 1344.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
prévoir, acc..
Étymologie: πρό, λεύσσω.
Greek (Liddell-Scott)
προλεύσσω: προβλέπω, ἀλλ’ οἷα χρὴ παθεῖν με πρὸς τούτων ἔτι δοκῶ προλεύσειν Σοφ. Φ. 1360.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) προβλέπω («ἄλλ' οἶα χρὴ παθεῖν με πρὸς τούτων ἔτι δοκῶ προλεύσσειν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λεύσσω «βλέπω, παρατηρώ»].
Greek Monotonic
προλεύσσω: βλέπω πριν από κάποιον ή πιο μπροστά, προβλέπω, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
προλεύσσω: предвидеть (τι Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-λεύσσω vóór zich zien, voorzien.