προσεπίσταμαι
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
understand or know besides, τι Pl.Phdr.268b, Chrm.170b.
German (Pape)
[Seite 761] (ἐπίσταμαι), noch dazu verstehen, wissen, Plat. Phaedr. 268 b.
French (Bailly abrégé)
savoir en outre.
Étymologie: πρός, ἐπίσταμαι.
Greek (Liddell-Scott)
προσεπίσταμαι: ἀποθ., ἐπίσταμαι προσέτι, τι Πλάτ. Φαῖδρ. 268Β, Γραμ. 170Β.
Greek Monolingual
Α ἐπίσταμαι
γνωρίζω καλά κάτι επί πλέον.
Greek Monotonic
προσεπίσταμαι: αποθ., γνωρίζω επιπλέον, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-επίστᾰμαι bovendien kennen, weten.
Russian (Dvoretsky)
προσεπίσταμαι: сверх того узнавать, кроме того научиться или знать (τι Plat.).