πυρναῖος

From LSJ
Revision as of 08:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρναῖος Medium diacritics: πυρναῖος Low diacritics: πυρναίος Capitals: ΠΥΡΝΑΙΟΣ
Transliteration A: pyrnaîos Transliteration B: pyrnaios Transliteration C: pyrnaios Beta Code: purnai=os

English (LSJ)

α, ον, fit for eating, σταφυλαί Theoc.1.46 (nisi leg. Πυρν- as pr.n.).

German (Pape)

[Seite 823] eßbar, reif, σταφυλαί, Theocr. 1, 46, wo es Andere von der Farbe erklären, gelb.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
rouge ou doré comme le feu ; sel. d'autres mûr, bien cuit, bon à manger.
Étymologie: πυρνόν.

Greek (Liddell-Scott)

πυρναῖος: -α, -ον, (πύρνον) ὥριμος, τρώξιμος, κατάλληλος πρὸς βρῶσιν, πυρναίαις (διάφ. γραφ. πυρκναῖσι) σταφυλαῖσι καλὸν βέβριθεν ἀλωά, «περκαζούσαις καὶ τρωξίμοις» (Σχόλ.), Θεόκρ. 1. 46.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
κατάλληλος για βρώση, εδώδιμος, φαγώσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύρνος ή πύρνον + κατάλ. -αῖος].

Greek Monotonic

πυρναῖος: -α, -ον (πύρνον), κατάλληλος για βρώση, βρώσιμος, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

πυρναῖος: съедобный, спелый (σταφυλαί Theocr. - v.l. πυρραῖος).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρναῖος -α -ον [πύρνον] eetbaar.

Middle Liddell

πυρναῖος, η, ον πύρνον
fit for eating, Theocr.