πτέλας
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ὁ, wild boar, Lyc.833; cf. πτελέα, Lacon.,= σῦς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 807] ὁ, der Eber, Lycophr. 833; nach den VLL. auch πτέλος.
Greek (Liddell-Scott)
πτέλας: ὁ, κάπρος, ἄγριος χοῖρος, Λυκόφρ. 833· παρὰ τῷ Ἡσυχίῳ εὕρηται: «πτελέα· σῦς ὑπὸ Λακώνων».
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο κάπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. εμφανίζει επίθημα -αντ- (πρβλ. ἐλέφας, -αντος) και πιθ. συνδέεται με τη λ. πτελέα (Ι) (πρβλ. πτελέα (II) «αγριογούρουνο»). Κατ' άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, η λ. συνδέεται με λιθουαν. kiaūle «γουρούνι» και αρχ. ινδ. kiri- «κάπρος», ενώ κατ' άλλους πρόκειται για πελασγικό δάνειο. Αμφίβολη, τέλος, φαίνεται και η σύνδεση του τ. με τα πελιτνός, πελιός.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: wild boar (Lyc. 833; verse-end); also πτελέα σῦς ὑπὸ Λακώνων H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Ending as in ἐλέφας; perhaps connected with πτελέη elm (s.v.), but further unexplained. New attempt, to be rejected, to connect πτέλας with Lith. kiaũle swine, kuilỹs breeding-swine and with Skt. kirí- m. boar, by Merlingen Μνήμης χάριν 2, 58. Arbitrary Holthausen IF 62, 152: to πελιτνός, πελιός etc. Older lit. in Bq. -- The word may well be Pre-Greek (note πτ-).
Frisk Etymology German
πτέλας: {ptélas}
Grammar: m.
Meaning: wilder Eber (Lyk. 833; Versende); auch πτελέα· σῦς ὑπὸ Λακώνων H.
Etymology: Ausgang wie in ἐλέφας; vielleicht mit πτελέη Ulme (s.d.) zusammenhängend, aber im übrigen unerklärt. Neuer abzulehnender Versuch, πτέλας mit lit. kiaũle Schwein, kuilỹs Zuchteber und mit aind. kirí- m. Wildschwein lautlich zusammenzubringen, von Merlingen Ältere Lit. bei Bq.
Page 2,610-611