σεμνολογέω
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
speak solemnly, use fine phrases, ὡς οὐκ εἰδόσι Aeschin. 2.94; ἀμφί or περί τινος App.Hisp.18, BC1.9; τι περί τινος Luc.Sacr. 5:—also Med. σεμνολογέομαι, talk in solemn phrases, D.19.255; νεανικῶς σ. τι Luc.Am.50; τὸν Θησέα καὶ τὰ Μηδικὰ σ. Plu.Sull. 13.
German (Pape)
[Seite 871] Aesch. 2, 93, Luc. sacrif. 5, gew. σεμνολογέομαι, würdevoll, feierlich, ernsthaft sprechen, in feierlichem, vornehmem Tone reden; Dem. 19, 255; Luc. amor. 50; τί, Plut. Sull. 13; ἀμφί τινος, App. Hisp. 18.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
parler avec gravité ou avec emphase : σ. τι περί τινος dire qch de qqn en termes graves ou emphatiques ; τινι ὡς dire gravement à qqn que.
Étymologie: σεμνολόγος.
Greek (Liddell-Scott)
σεμνολογέω: ὁμιλῶ σοβαρῶς καὶ ἐν σεμνότητι, μὲ προσποίησιν ὁμιλῶ, σ. τινι ὡς …, λέγω εἴς τινα μετὰ σοβαρότητος ὅτι …, Αἰσχίν. 40. 29· ἀμφὶ ἢ περί τινος Ἀππ. Ἰβηρ. 18. Ἐμφυλ. 1. 9· τι περί τινος Λουκ. π. Θυσιῶν 5· -ὡσαύστως ὡς ἀποθετ. σεμνολογέομαι, ὁμιλῶ μὲ σοβαρὰς φράσεις, Δημ. 42. 19· νεανικῶς σ. τι Λουκ. Ἔρωτ. 50· σ. τὸν Θησέα καὶ τὰ Μηδικὰ Πλουτ. Σύλλ. 13.
Greek Monotonic
σεμνολογέω: μέλ. -ήσω, μιλώ με σοβαρότητα και σεμνότητα, σε Αισχίν.· επίσης ως αποθ., σεμνολογέομαι, μιλώ με σοβαρές, επίσημες φράσεις, μιλώ πανηγυρικά, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
σεμνολογέω: тж. med.
1) торжественно говорить Dem.;
2) с важностью рассказывать, в торжественном тоне повествовать (τι Plut., Luc. и τι περί τινος Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σεμνολογέω [σεμνολόγος] plechtig spreken, hoogdravende taal gebruiken, ook med.. τὰ Μηδικὰ σεμνολογεῖσθαι hoog opgeven van de Perzische oorlogen Plut. Sull. 13.5.
Middle Liddell
σεμνολογέω, fut. -ήσω
to speak gravely and solemnly, Aeschin.:—also as Dep. σεμνολογέομαι, to talk in solemn phrases, Dem. [from σεμνολόγος