στρατοφύλαξ

From LSJ
Revision as of 09:06, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτοφῠ́λᾰξ Medium diacritics: στρατοφύλαξ Low diacritics: στρατοφύλαξ Capitals: ΣΤΡΑΤΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: stratophýlax Transliteration B: stratophylax Transliteration C: stratofylaks Beta Code: stratofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, commanding officer, Str.12.5.1, 15.1.46.

German (Pape)

[Seite 952] ακος, ὁ, Lagerwächter, Aufseher, Hüter des Lagers od. Heeres, Strab. XV.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
sentinelle.
Étymologie: στρατός, φύλαξ.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ διοικῶν τὸν στρατόν, Στράβ. 567.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
διοικητής στρατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + φύλαξ.

Greek Monotonic

στρᾰτοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, στρατιωτικός διοικητής, σε Στράβ.

Middle Liddell

στρᾰτο-φῠ́λαξ, ακος,
a commanding officer, Strab.