σφαγεῖον
οὐδ' ἄν Χρόνος ὁ πάντων πατήρ δύναιτο θέμεν ἔργων τέλος → not even Time, the father of all, could undo their outcome
English (LSJ)
τό, (σφάζω) bowl for catching the blood of the victim in sacrifices, E.El.800, IT335, Cyc.395 (dub. l.), Ar.Th.754, IG 22.1543: pl., ib.1424a145:—in A.Ag.1092, for ἀνδρὸς σφάγιον Dobree restored ἀνδροσφαγεῖον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
vase pour recueillir le sang de la victime.
Étymologie: σφάζω.
Greek (Liddell-Scott)
σφαγεῖον: τό, (σφάζω) «τὸ ἀγγεῖον εἰς ὃ τὸ αἷμα τῶν σφαζομένων ἱερείων δέχονται» (Φώτ.)· οἱ μὲν σφαγεῖον ἔφερον, οἱ δ’ ᾖρον κανᾶ Εὐρ. Ἠλ. 800, Ι. Τ. 335, Κύκλ. 395, Ἀριστοφ. Θεσμ. 754· - ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1092, ὁ Debree ἔγραψεν ἀνδροσφαγεῖον. ΙΙ. ὡς τὸ σφάγιον, αὐτὸ τὸ θῦμα, Εὐρ. Τρῳ. 742.
Greek Monotonic
σφαγεῖον: τό (σφάζω),
I. αγγείο ή δοχείο όπου συνέλεγαν το αίμα του ιερού σφαγίου στις θυσίες, σε Ευρ.
II. = σφάγιον, ιερό θύμα που προσφέρθηκε ως θυσία, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
σφᾰγεῖον: τό
1) сосуд для жертвенной крови Aesch., Eur., Arph.;
2) Eur. = σφάγιον 1.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφαγεῖον -ου, τό [σφαγή] offerschaal, om het bloed van het offerdier in op te vangen.
Middle Liddell
σφᾰγεῖον, ου, τό, σφάζω
I. a bowl for catching the blood of the victim in sacrifices, Eur.
II. = σφάγιον, the victim, Eur.
English (Woodhouse)
sacrifice, victim, for catching the blood of victims, sacrificial bowl, sacrificial vessel