σωματηγός
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
σωματηγόν, (ἄγω) carrying a body, i.e. used for riding, σ. ἡμίονος Suid. s.v. ἀστράβη.
German (Pape)
[Seite 1060] 1) eine Masse, ein Corps anführend (?). – 2) Massen, Lasten tragend, ἡμίονος, E. M. u. Suid. v. ἀστράβη.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτηγός: -όν, (ἄγω) ὁ φέρων, σηκώνων σῶμα, χρησιμεύων πρὸς ἱππασίαν, σ. ἡμίονος Σουΐδ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἀστράβη.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Μ
φρ. «σωματηγὸς ήμίονος» — μουλάρι που χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο ως μεταφορικό μέσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. στρατ-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].