χρωματισμός

From LSJ
Revision as of 11:49, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρωμᾰτισμός Medium diacritics: χρωματισμός Low diacritics: χρωματισμός Capitals: ΧΡΩΜΑΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: chrōmatismós Transliteration B: chrōmatismos Transliteration C: chromatismos Beta Code: xrwmatismo/s

English (LSJ)

ὁ, colouring, dyeing, μύρων Dsc.1.71 (pl.), Sch.Ar.Nu.516.

German (Pape)

[Seite 1383] ὁ, das Färben, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρωμᾰτισμός: ὁ, τὸ χρωματίζειν, βάπτειν, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 516· μεταφ., ἐπίπλαστον ἢ ψευδὲς χρῶμα, ἀπάτη, Εὐμάθ. σ. 158.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ χρωματίζω
χρωμάτισμα, βάψιμο
νεοελλ.
1. η ιδιάζουσα παραλλαγή του χρώματος, απόχρωση, χροιά («ο νέος χρωματισμός της αίθουσας»)
2. (στον λόγο και στη μουσική) το χρώμα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ή η διάνθιση
μσν.
μτφ. επίπλαστο χρώμα, απάτη.