βαύκαλις
καὶ τῇ ὧν λέγεις καὶ φθέγγῃ ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀρκούμενος, εὐζωήσεις → and satisfied with heroic truth in every word and sound which you utter, you will live happy
English (LSJ)
ιδος, ἡ, vessel for cooling wine or water in, elsewhere ψυκτήρ, AP11.244; β. ἡ τετράκυκλος Sopat.24.—Alexandr. word acc. to Ath.11.784b; on the accent cf. Hdn.Gr.1.90.
German (Pape)
[Seite 439] ἡ, ein irdenes Gefäß zum Abkühlen des Wassers od. Weins, Nicarch. 34 (XI, 244); vgl. Ath. XI, 784 b u. καύκαλις.
Greek (Liddell-Scott)
βαύκᾰλις: ἡ, ἀγγεῖον πρὸς ψύχρανσιν ὕδατος ἢ οἴνου, ἀλλαχοῦ καλούμενον ψυκτήρ, Ἀνθ. Π. 11. 244· ὡσαύτως καύκαλις, Κοραῆ Ἰσοκρ. σ. 446. - Ἀλεξανδρ. λέξις, ἴδε Ἀθήν. 784Β· περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 31. 10.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
vase à col long et étroit où l'on faisait rafraîchir l'eau ou le vin.
Étymologie: DELG βαυκαλάω, par plaisanterie.
Par. ψυκτήρ.
Spanish (DGE)
(βαύκᾰλις) -ιδος, ἡ
• Alolema(s): βαυκαλίς Sopat.24
• Morfología: [ac. -ιν AP 11.244]
1 vasija de cuello estrecho y largo en que se ponía a refrescar vino o agua β. ἡ τετράκυκλος Sopat.l.c., εἰς τὸ θέρος χαλκῆν βαύκαλιν ἠγόρασας AP l.c., cf. Hdn.Gr.1.90.
2 apodo de Alejandro, presbítero alejandrino, Philost.HE 1.4.
• Etimología: v. βαυκάλιον.
Greek Monolingual
βαύκαλις (-ιδος), η (Α)
πήλινη ή χάλκινη στάμνα με στενό λαιμό, ειδική για να κρυώνει νερό ή κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βαυκάλιον).
Greek Monotonic
βαύκᾰλις: ἡ, αγγείο που ψύχει ή διατηρεί δροσερό το κρασί ή το νερό, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
βαύκᾰλις: ιδος ἡ Anth. = ψυκτήρ.
Middle Liddell
a wine-cooler, Anth.