δίζως
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
ων, of double form, of Pan, Theoc.Syrinx5.
Spanish (DGE)
-ων de doble naturaleza ref. a Pan, Theoc.Syr.5.
Greek (Liddell-Scott)
δίζως: ὁ, ὁ διπλῆν ἔχων μορφήν, ὁ Πάν, τὰ μὲν ἔχων ἀνθρώπου, τὰ δὲ τράγου, Θεόκριτ. Σύριγγ. 5.
French (Bailly abrégé)
acc. sg. -ων;
à double forme (Pan, demi-homme, demi-chèvre).
Étymologie: δίς, ζωή.
Greek Monolingual
δίζως, ο (Α)
(για τον Πάνα) αυτός που έχει διπλή μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + ζως, παράλληλος τ. του ζωός].