δραματουργός
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
English (LSJ)
όν, contriver, μύσους J.BJ1.26.4.
Spanish (DGE)
(δρᾰμᾰτουργός) -όν
I ficticio, engañoso ἱστορίαι Iust.Phil.Or.Gr.3.5.
II subst. ὁ δ.
1 autor de dramas, dramaturgo dicho de Eurípides, Éupolis y Aristófanes, Sch.Luc.ITr.1
•director del montaje escénico, fig. ref. a una persona intrigante manipulador ὅλου τοῦ μύσους I.BI 1.530.
2 criminal, fautor ὦ δραματουργὲ τοῦ φόνου τοῦ Δεσπότου Chr.Pat.1887, cf. 2208.
German (Pape)
[Seite 665] = δραματοποιός, Sp.; übh. Erfinder, Urheber, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾱμᾰτουργός: -όν, (*ἔργω) = δραματοποιός, Ἰουστῖν. Μ. πρὸς Ἕλλ. σ. 39. ΙΙ. ὁ κατεργαζόμενος, αἴτιος, μύσους Ἰώσηπ. Ι. Π. 1. 26, 4.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
auteur dramatique.
Étymologie: δρᾶμα, ἔργον.
Greek Monolingual
ο, η (Α ως επίθ. δραματουργός, -όν)
νεοελλ.
δραματοποιός
αρχ.
1. δραματικός
2. δημιουργός, αίτιος, πρόξενος κάποιου πράγματος.
Greek Monotonic
δρᾱμᾰτουργός: -όν (*ἔργω), δραματικός ποιητής.