ζηλωτικός

From LSJ
Revision as of 19:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζηλωτικός Medium diacritics: ζηλωτικός Low diacritics: ζηλωτικός Capitals: ΖΗΛΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: zēlōtikós Transliteration B: zēlōtikos Transliteration C: zilotikos Beta Code: zhlwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, emulous, Arist.Rh.1388a36, Ptol.Tetr.167; περί τι Arist.Rh.1388b9; λόγος Ph.1.135.

German (Pape)

[Seite 1139] eifrig, nacheifernd, τινός, Arist. rhet. 2, 11; Phil. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
capable d'ardeur, de zèle, d'émulation.
Étymologie: ζηλωτός.

Greek (Liddell-Scott)

ζηλωτικός: -ή, -όν, πλήρης ζήλου, Ἀριστ. Ρητ. 2. 11, 1· περί τι αὐτόθι 3.

Greek Monolingual

ζηλωτικός, -ή, -όν (AM) ζηλωτής
μσν.
αξιοζήλευτος
αρχ.
1. ο γεμάτος ζήλο, ο ζηλωτής
2. ζηλότυπος, ζηλόφθονος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζηλωτικόν
ο ζήλος.

Greek Monotonic

ζηλωτικός: -ή, -όν, αυτός που είναι γεμάτος ζήλο ή ενθουσιασμό για κάτι, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ζηλωτικός: ревностный, полный рвения, страстно стремящийся (περί τι Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζηλωτικός -η -ον [ζηλωτής] wedijver voelend, ambitieus.

Middle Liddell

ζηλωτικός, ή, όν
emulous, Arist. [from ζηλωτός