θήραρχος
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ὁ, commander of two elephants, Ascl.Tact.9, Ael.Tact.23:—hence θηραρχία, ἡ, his command, Ascl.Tact.9.
German (Pape)
[Seite 1208] ὁ, Aufseher über Elephanten, Ael. Tact. 22.
Greek (Liddell-Scott)
θήραρχος: ὁ, ὁ ὁδηγῶν ἐλέφαντα, Αἰλ. Τακτ. 23· πρβλ. ζῴαρχος.
Greek Monolingual
θήραρχος, ὁ (Α)
ο οδηγός ελεφάντων, αυτός που διαθέτει και εξουσιάζει ελέφαντες κατά τον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -αρχος (< αρχός< άρχω), πρβλ. έπ-αρχος, ταξί-αρχος].